- αυτομάθεια
- η (Α αὐτομάθεια και -θία) [αυτομαθής]το να μαθαίνει κανείς μόνος του, χωρίς δάσκαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτομαθείας — αὐτομαθείᾱς , αὐτομάθεια self teaching fem acc pl αὐτομαθείᾱς , αὐτομάθεια self teaching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάθειαν — αὐτομάθεια self teaching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)